- σκιάζει
- σκιάζωovershadowpres ind mp 2nd sgσκιάζωovershadowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
ηλιοστερής — ἡλιοστερής, ές (Α) (για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυρο στερής, ομματο στερής] … Dictionary of Greek
λιπόσκιος — λιπόσκιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει σκιά, ασκίαστος, φωτεινός, εμφανής 2. αυτός που δεν ρίχνει σκιά, που δεν σκιάζει («λιπόσκια δένδρεα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + σκιά] … Dictionary of Greek
ρύπος — (I) ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α 1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.) 2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος … Dictionary of Greek
σκιαστικός — ή, όν, ΜΑ [σκιαστός] αυτός που καλύπτει με σκιά, που σκιάζει. επίρρ... σκιαστικῶς Μ με σκιά, με κάλυψη σκιάς … Dictionary of Greek
σταυροσκίαστος — ον, Μ αυτός τον οποίο σκιάζει ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + σκιαστός (< σκιάζω < σκιά)] … Dictionary of Greek
Λέναρντ, Φίλιπ Έντουαρντ Άντον — (Phillipp Eduard Anton Lenard, Μπρατισλάβα 1862 – Μεσελχάουζεν 1947). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός, ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε διαδοχικά στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, της Βιέννης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Εκτός από μια… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… … Dictionary of Greek
Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια — (Duccio di Buoninsegna, Σιένα 1255 –1319). Ιταλός ζωγράφος, ο σπουδαιότερος της Σιένας του 13ου αι. Αμφισβητείται η διαμόρφωση και η αρχή της ζωγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα πρώτα τεκμηριωμένα έργα του έχουν χαθεί (διακόσμηση δώδεκα… … Dictionary of Greek